αγιογραφημένος
Greek edit
Etymology edit
Perfect participle of αγιογραφούμαι (agiografoúmai), passive voice of αγιογραφώ (“paint icons”). See αγιο- (agio-, “holy”), γράφω (gráfo, “write”).
Pronunciation edit
Participle edit
αγιογραφημένος • (agiografiménos) m (feminine αγιογραφημένη, neuter αγιογραφημένο)
- (of churches) with painted icons
Declension edit
Declension of αγιογραφημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγιογραφημένος • | αγιογραφημένη • | αγιογραφημένο • | αγιογραφημένοι • | αγιογραφημένες • | αγιογραφημένα • |
genitive | αγιογραφημένου • | αγιογραφημένης • | αγιογραφημένου • | αγιογραφημένων • | αγιογραφημένων • | αγιογραφημένων • |
accusative | αγιογραφημένο • | αγιογραφημένη • | αγιογραφημένο • | αγιογραφημένους • | αγιογραφημένες • | αγιογραφημένα • |
vocative | αγιογραφημένε • | αγιογραφημένη • | αγιογραφημένο • | αγιογραφημένοι • | αγιογραφημένες • | αγιογραφημένα • |
Related terms edit
- see: αγιογραφία f (agiografía, “hagiography”)