αγιοποιημένος
Greek edit
Etymology edit
Perfect participle of αγιοποιούμαι (agiopoioúmai), passive voice of αγιοποιώ (“sanctify”).
Pronunciation edit
Participle edit
αγιοποιημένος • (agiopoiiménos) m (feminine αγιοποιημένη, neuter αγιοποιημένο)
Declension edit
Declension of αγιοποιημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγιοποιημένος • | αγιοποιημένη • | αγιοποιημένο • | αγιοποιημένοι • | αγιοποιημένες • | αγιοποιημένα • |
genitive | αγιοποιημένου • | αγιοποιημένης • | αγιοποιημένου • | αγιοποιημένων • | αγιοποιημένων • | αγιοποιημένων • |
accusative | αγιοποιημένο • | αγιοποιημένη • | αγιοποιημένο • | αγιοποιημένους • | αγιοποιημένες • | αγιοποιημένα • |
vocative | αγιοποιημένε • | αγιοποιημένη • | αγιοποιημένο • | αγιοποιημένοι • | αγιοποιημένες • | αγιοποιημένα • |
Related terms edit
- see: άγιος m (ágios, “saint”)
See also edit
Polytonic spelling: ἁγιοποιημένος