αγριοδαμάσκηνο
Greek edit
Etymology edit
αγριο- (agrio-, “wild, uncultivated”) + δαμάσκηνο (damáskino, “plum”)
Noun edit
αγριοδαμάσκηνο • (agriodamáskino) n (plural αγριοδαμάσκηνα)
Declension edit
declension of αγριοδαμάσκηνο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αγριοδαμάσκηνο • | αγριοδαμάσκηνα • |
genitive | αγριοδαμάσκηνου • | αγριοδαμάσκηνων • |
accusative | αγριοδαμάσκηνο • | αγριοδαμάσκηνα • |
vocative | αγριοδαμάσκηνο • | αγριοδαμάσκηνα • |