αναποτελεσματικός
Greek edit
Adjective edit
αναποτελεσματικός • (anapotelesmatikós) m (feminine αναποτελεσματική, neuter αναποτελεσματικό)
Declension edit
Declension of αναποτελεσματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναποτελεσματικός • | αναποτελεσματική • | αναποτελεσματικό • | αναποτελεσματικοί • | αναποτελεσματικές • | αναποτελεσματικά • |
genitive | αναποτελεσματικού • | αναποτελεσματικής • | αναποτελεσματικού • | αναποτελεσματικών • | αναποτελεσματικών • | αναποτελεσματικών • |
accusative | αναποτελεσματικό • | αναποτελεσματική • | αναποτελεσματικό • | αναποτελεσματικούς • | αναποτελεσματικές • | αναποτελεσματικά • |
vocative | αναποτελεσματικέ • | αναποτελεσματική • | αναποτελεσματικό • | αναποτελεσματικοί • | αναποτελεσματικές • | αναποτελεσματικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναποτελεσματικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναποτελεσματικός, etc.) |
Related terms edit
- αναποτελεσματικά (anapotelesmatiká, “ineffectually”)