αντασφαλισμένος
Greek edit
Etymology edit
Perfect participle of αντασφαλίζομαι (antasfalízomai), passive voice of αντασφαλίζω (antasfalízo). Morphologically, αντ- (ant-, “counter-”) + ασφαλισμένος (asfalisménos, “secured”)
Pronunciation edit
Participle edit
αντασφαλισμένος • (antasfalisménos) m (feminine αντασφαλισμένη, neuter αντασφαλισμένο)
Declension edit
Declension of αντασφαλισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντασφαλισμένος • | αντασφαλισμένη • | αντασφαλισμένο • | αντασφαλισμένοι • | αντασφαλισμένες • | αντασφαλισμένα • |
genitive | αντασφαλισμένου • | αντασφαλισμένης • | αντασφαλισμένου • | αντασφαλισμένων • | αντασφαλισμένων • | αντασφαλισμένων • |
accusative | αντασφαλισμένο • | αντασφαλισμένη • | αντασφαλισμένο • | αντασφαλισμένους • | αντασφαλισμένες • | αντασφαλισμένα • |
vocative | αντασφαλισμένε • | αντασφαλισμένη • | αντασφαλισμένο • | αντασφαλισμένοι • | αντασφαλισμένες • | αντασφαλισμένα • |