λειτουργικός
Greek edit
Adjective edit
λειτουργικός • (leitourgikós) m (feminine λειτουργική, neuter λειτουργικό)
Declension edit
Declension of λειτουργικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λειτουργικός • | λειτουργική • | λειτουργικό • | λειτουργικοί • | λειτουργικές • | λειτουργικά • |
genitive | λειτουργικού • | λειτουργικής • | λειτουργικού • | λειτουργικών • | λειτουργικών • | λειτουργικών • |
accusative | λειτουργικό • | λειτουργική • | λειτουργικό • | λειτουργικούς • | λειτουργικές • | λειτουργικά • |
vocative | λειτουργικέ • | λειτουργική • | λειτουργικό • | λειτουργικοί • | λειτουργικές • | λειτουργικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λειτουργικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λειτουργικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
Related terms edit
- see: λειτουργία f (leitourgía, “liturgy, function”)