σαλπιγγογραφία
Greek
editNoun
editσαλπιγγογραφία • (salpingografía) f (plural σαλπιγγογραφίες)
- (medicine) salpingography, a salpingogram, x-ray of the oviducts
Declension
editDeclension of σαλπιγγογραφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σαλπιγγογραφία • | σαλπιγγογραφίες • |
genitive | σαλπιγγογραφίας • | σαλπιγγογραφιών • |
accusative | σαλπιγγογραφία • | σαλπιγγογραφίες • |
vocative | σαλπιγγογραφία • | σαλπιγγογραφίες • |
Related terms
edit- see: σάλπιγγα f (sálpinga, “bugle; oviduct”)