|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
συμπεριλαμβάνω
|
συμπεριλάβω
|
συμπεριλαμβάνομαι
|
συμπεριληφθώ
|
2 sg
|
συμπεριλαμβάνεις
|
συμπεριλάβεις
|
συμπεριλαμβάνεσαι
|
συμπεριληφθείς
|
3 sg
|
συμπεριλαμβάνει
|
συμπεριλάβει
|
συμπεριλαμβάνεται
|
συμπεριληφθεί
|
|
1 pl
|
συμπεριλαμβάνουμε, [‑ομε]
|
συμπεριλάβουμε, [‑ομε]
|
συμπεριλαμβανόμαστε
|
συμπεριληφθούμε
|
2 pl
|
συμπεριλαμβάνετε
|
συμπεριλάβετε
|
συμπεριλαμβάνεστε, συμπεριλαμβάνεσθε, (συμπεριλαμβανόσαστε)
|
συμπεριληφθείτε
|
3 pl
|
συμπεριλαμβάνουν(ε)
|
συμπεριλάβουν(ε)
|
συμπεριλαμβάνονται
|
συμπεριληφθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
συμπεριλάμβανα
|
συμπεριέλαβα
|
συμπεριλαμβανόμουν(α)
|
συμπεριλήφθηκα1
|
2 sg
|
συμπεριλάμβανες
|
συμπεριέλαβες
|
συμπεριλαμβανόσουν(α)
|
συμπεριλήφθηκες
|
3 sg
|
συμπεριλάμβανε
|
συμπεριέλαβε
|
συμπεριλαμβανόταν(ε)
|
συμπεριλήφθηκε, {συμπεριελήφθη}
|
|
1 pl
|
συμπεριλαμβάναμε
|
συμπεριλάβαμε
|
συμπεριλαμβανόμασταν, (‑όμαστε)
|
συμπεριληφθήκαμε
|
2 pl
|
συμπεριλαμβάνατε
|
συμπεριλάβατε
|
συμπεριλαμβανόσασταν, (‑όσαστε)
|
συμπεριληφθήκατε
|
3 pl
|
συμπεριλάμβαναν, συμπεριλαμβάναν(ε)
|
συμπεριέλαβαν, συμπεριλάβαν(ε)
|
συμπεριλαμβάνονταν, (συμπεριλαμβανόντουσαν)
|
συμπεριλήφθηκαν, συμπεριληφθήκανε, {συμπεριελήφθησαν}
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα συμπεριλαμβάνω ➤
|
θα συμπεριλάβω ➤
|
θα συμπεριλαμβάνομαι ➤
|
θα συμπεριληφθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα συμπεριλαμβάνεις, …
|
θα συμπεριλάβεις, …
|
θα συμπεριλαμβάνεσαι, …
|
θα συμπεριληφθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … συμπεριλάβει
|
έχω, έχεις, … συμπεριληφθεί
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … συμπεριλάβει
|
είχα, είχες, … συμπεριληφθεί
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … συμπεριλάβει
|
θα έχω, θα έχεις, … συμπεριληφθεί
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
συμπεριλάμβανε
|
συμπερίλαβε
|
—
|
—
|
2 pl
|
συμπεριλαμβάνετε
|
συμπεριλάβετε
|
συμπεριλαμβάνεστε, συμπεριλαμβάνεσθε
|
συμπεριληφθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
συμπεριλαμβάνοντας ➤
|
συμπεριλαμβανόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας συμπεριλάβει ➤
|
—
|
|
Nonfinite form➤
|
συμπεριλάβει
|
συμπεριληφθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|