αγροφύλακας
Greek
editEtymology
editαγρός (agrós, “field”) + φύλακας (fýlakas, “warden”)
Noun
editαγροφύλακας • (agrofýlakas) m (plural αγροφύλακες)
Declension
editDeclension of αγροφύλακας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγροφύλακας • | αγροφύλακες • |
genitive | αγροφύλακα • | αγροφυλάκων • |
accusative | αγροφύλακα • | αγροφύλακες • |
vocative | αγροφύλακα • | αγροφύλακες • |
Related terms
edit- αγροφυλακή f (agrofylakí, “rural policing, rural police”)
- and see: αγρός m (agrós, “field”)