αεραθλητικός
Greek
editAdjective
editαεραθλητικός • (aerathlitikós) m (feminine αεραθλητική, neuter αεραθλητικό)
- relating to air sport
Declension
editDeclension of αεραθλητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αεραθλητικός • | αεραθλητική • | αεραθλητικό • | αεραθλητικοί • | αεραθλητικές • | αεραθλητικά • |
genitive | αεραθλητικού • | αεραθλητικής • | αεραθλητικού • | αεραθλητικών • | αεραθλητικών • | αεραθλητικών • |
accusative | αεραθλητικό • | αεραθλητική • | αεραθλητικό • | αεραθλητικούς • | αεραθλητικές • | αεραθλητικά • |
vocative | αεραθλητικέ • | αεραθλητική • | αεραθλητικό • | αεραθλητικοί • | αεραθλητικές • | αεραθλητικά • |
Related terms
edit- αεράθλημα n (aeráthlima, “air sport”)