αεροστατικός
Greek edit
Adjective edit
αεροστατικός • (aerostatikós) m (feminine αεροστατική, neuter αεροστατικό)
- relating to aerostatics
Declension edit
Declension of αεροστατικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αεροστατικός • | αεροστατική • | αεροστατικό • | αεροστατικοί • | αεροστατικές • | αεροστατικά • |
genitive | αεροστατικού • | αεροστατικής • | αεροστατικού • | αεροστατικών • | αεροστατικών • | αεροστατικών • |
accusative | αεροστατικό • | αεροστατική • | αεροστατικό • | αεροστατικούς • | αεροστατικές • | αεροστατικά • |
vocative | αεροστατικέ • | αεροστατική • | αεροστατικό • | αεροστατικοί • | αεροστατικές • | αεροστατικά • |
Related terms edit
- αεροστατική f (aerostatikí, “aerostatics”)