αζωικός
Greek edit
Alternative forms edit
- αζωϊκός (azoïkós)
Adjective edit
αζωικός • (azoïkós) m (feminine αζωική, neuter αζωικό)
Declension edit
Declension of αζωικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αζωικός • | αζωική • | αζωικό • | αζωικοί • | αζωικές • | αζωικά • |
genitive | αζωικού • | αζωικής • | αζωικού • | αζωικών • | αζωικών • | αζωικών • |
accusative | αζωικό • | αζωική • | αζωικό • | αζωικούς • | αζωικές • | αζωικά • |
vocative | αζωικέ • | αζωική • | αζωικό • | αζωικοί • | αζωικές • | αζωικά • |