αθλητικογράφος
Greek
editEtymology
editαθλητικός (athlitikós, “sports”) + -γράφος (-gráfos, “writer”)
Noun
editαθλητικογράφος • (athlitikográfos) m or f (plural αθλητικογράφοι)
Declension
editDeclension of αθλητικογράφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αθλητικογράφος • | αθλητικογράφοι • |
genitive | αθλητικογράφου • | αθλητικογράφων • |
accusative | αθλητικογράφο • | αθλητικογράφους • |
vocative | αθλητικογράφε • | αθλητικογράφοι • |
Related terms
edit- see: άθλημα n (áthlima, “sport”)