αιγυπτιακή χήνα
Greek
editNoun
editαιγυπτιακή χήνα • (aigyptiakí chína) m (plural αιγυπτιακές χήνες)
Declension
edit- see: αιγυπτιακός (aigyptiakós) and χήνα (chína)
Further reading
edit- αιγυπτιακή χήνα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
αιγυπτιακή χήνα • (aigyptiakí chína) m (plural αιγυπτιακές χήνες)