αιρετός
Greek
editAdjective
editαιρετός • (airetós) m (feminine αιρετή, neuter αιρετό)
Declension
editDeclension of αιρετός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιρετός • | αιρετή • | αιρετό • | αιρετοί • | αιρετές • | αιρετά • |
genitive | αιρετού • | αιρετής • | αιρετού • | αιρετών • | αιρετών • | αιρετών • |
accusative | αιρετό • | αιρετή • | αιρετό • | αιρετούς • | αιρετές • | αιρετά • |
vocative | αιρετέ • | αιρετή • | αιρετό • | αιρετοί • | αιρετές • | αιρετά • |