αισθησιαρχικός
Greek
editAdjective
editαισθησιαρχικός • (aisthisiarchikós) m (feminine αισθησιαρχική, neuter αισθησιαρχικό)
Declension
editDeclension of αισθησιαρχικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισθησιαρχικός • | αισθησιαρχική • | αισθησιαρχικό • | αισθησιαρχικοί • | αισθησιαρχικές • | αισθησιαρχικά • |
genitive | αισθησιαρχικού • | αισθησιαρχικής • | αισθησιαρχικού • | αισθησιαρχικών • | αισθησιαρχικών • | αισθησιαρχικών • |
accusative | αισθησιαρχικό • | αισθησιαρχική • | αισθησιαρχικό • | αισθησιαρχικούς • | αισθησιαρχικές • | αισθησιαρχικά • |
vocative | αισθησιαρχικέ • | αισθησιαρχική • | αισθησιαρχικό • | αισθησιαρχικοί • | αισθησιαρχικές • | αισθησιαρχικά • |
Synonyms
edit- αισθησιοκρατικός (aisthisiokratikós)
Related terms
edit- αισθησιαρχία f (aisthisiarchía, “sensualism”)