αιτιολογικός
Greek
editAdjective
editαιτιολογικός • (aitiologikós) m (feminine αιτιολογική, neuter αιτιολογικό)
- aetiological (UK), etiological (US)
- explanatory, causative
Declension
editDeclension of αιτιολογικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αιτιολογικός • | αιτιολογική • | αιτιολογικό • | αιτιολογικοί • | αιτιολογικές • | αιτιολογικά • |
genitive | αιτιολογικού • | αιτιολογικής • | αιτιολογικού • | αιτιολογικών • | αιτιολογικών • | αιτιολογικών • |
accusative | αιτιολογικό • | αιτιολογική • | αιτιολογικό • | αιτιολογικούς • | αιτιολογικές • | αιτιολογικά • |
vocative | αιτιολογικέ • | αιτιολογική • | αιτιολογικό • | αιτιολογικοί • | αιτιολογικές • | αιτιολογικά • |
Synonyms
edit- (abbreviation) αιτιολ. (aitiol.)
Related terms
edit- αιτιολογικό n (aitiologikó, “grounds, reason, explanation”)
- and see: αίτιος (aítios, “causative, responsible”)