ακάλτσωτος
Greek edit
Adjective edit
ακάλτσωτος • (akáltsotos) m (feminine ακάλτσωτη, neuter ακάλτσωτο)
Declension edit
Declension of ακάλτσωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακάλτσωτος • | ακάλτσωτη • | ακάλτσωτο • | ακάλτσωτοι • | ακάλτσωτες • | ακάλτσωτα • |
genitive | ακάλτσωτου • | ακάλτσωτης • | ακάλτσωτου • | ακάλτσωτων • | ακάλτσωτων • | ακάλτσωτων • |
accusative | ακάλτσωτο • | ακάλτσωτη • | ακάλτσωτο • | ακάλτσωτους • | ακάλτσωτες • | ακάλτσωτα • |
vocative | ακάλτσωτε • | ακάλτσωτη • | ακάλτσωτο • | ακάλτσωτοι • | ακάλτσωτες • | ακάλτσωτα • |
Related terms edit
- κάλτσα f (káltsa, “stocking, sock”)