ακαταφρόνητος
Greek
editAdjective
editακαταφρόνητος • (akatafrónitos) m (feminine ακαταφρόνητη, neuter ακαταφρόνητο)
Declension
editDeclension of ακαταφρόνητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακαταφρόνητος • | ακαταφρόνητη • | ακαταφρόνητο • | ακαταφρόνητοι • | ακαταφρόνητες • | ακαταφρόνητα • |
genitive | ακαταφρόνητου • | ακαταφρόνητης • | ακαταφρόνητου • | ακαταφρόνητων • | ακαταφρόνητων • | ακαταφρόνητων • |
accusative | ακαταφρόνητο • | ακαταφρόνητη • | ακαταφρόνητο • | ακαταφρόνητους • | ακαταφρόνητες • | ακαταφρόνητα • |
vocative | ακαταφρόνητε • | ακαταφρόνητη • | ακαταφρόνητο • | ακαταφρόνητοι • | ακαταφρόνητες • | ακαταφρόνητα • |