ακοινολόγητος
Greek
editAdjective
editακοινολόγητος • (akoinológitos) m (feminine ακοινολόγητη, neuter ακοινολόγητο)
Declension
editDeclension of ακοινολόγητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακοινολόγητος • | ακοινολόγητη • | ακοινολόγητο • | ακοινολόγητοι • | ακοινολόγητες • | ακοινολόγητα • |
genitive | ακοινολόγητου • | ακοινολόγητης • | ακοινολόγητου • | ακοινολόγητων • | ακοινολόγητων • | ακοινολόγητων • |
accusative | ακοινολόγητο • | ακοινολόγητη • | ακοινολόγητο • | ακοινολόγητους • | ακοινολόγητες • | ακοινολόγητα • |
vocative | ακοινολόγητε • | ακοινολόγητη • | ακοινολόγητο • | ακοινολόγητοι • | ακοινολόγητες • | ακοινολόγητα • |
Antonyms
edit- κοινολογημένος (koinologiménos)