αλαγάριστος
Greek
editAdjective
editαλαγάριστος • (alagáristos) m (feminine αλαγάριστη, neuter αλαγάριστο)
Declension
editDeclension of αλαγάριστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλαγάριστος • | αλαγάριστη • | αλαγάριστο • | αλαγάριστοι • | αλαγάριστες • | αλαγάριστα • |
genitive | αλαγάριστου • | αλαγάριστης • | αλαγάριστου • | αλαγάριστων • | αλαγάριστων • | αλαγάριστων • |
accusative | αλαγάριστο • | αλαγάριστη • | αλαγάριστο • | αλαγάριστους • | αλαγάριστες • | αλαγάριστα • |
vocative | αλαγάριστε • | αλαγάριστη • | αλαγάριστο • | αλαγάριστοι • | αλαγάριστες • | αλαγάριστα • |
Related terms
edit- λαγαρίζω (lagarízo, “to clarify”)