αλογόκριτος
Greek
editAdjective
editαλογόκριτος • (alogókritos) m (feminine αλογόκριτη, neuter αλογόκριτο)
Declension
editDeclension of αλογόκριτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλογόκριτος • | αλογόκριτη • | αλογόκριτο • | αλογόκριτοι • | αλογόκριτες • | αλογόκριτα • |
genitive | αλογόκριτου • | αλογόκριτης • | αλογόκριτου • | αλογόκριτων • | αλογόκριτων • | αλογόκριτων • |
accusative | αλογόκριτο • | αλογόκριτη • | αλογόκριτο • | αλογόκριτους • | αλογόκριτες • | αλογόκριτα • |
vocative | αλογόκριτε • | αλογόκριτη • | αλογόκριτο • | αλογόκριτοι • | αλογόκριτες • | αλογόκριτα • |
Antonyms
edit- λογοκριμένος (logokriménos, “censored”)
Related terms
edit- see: λογοκρίνω (logokríno, “to censor”)