αλφαβητάριο
Greek
editNoun
editαλφαβητάριο • (alfavitário) n (plural αλφαβητάρια)
- Alternative form of αλφαβητάρι (alfavitári)
Declension
editDeclension of αλφαβητάριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλφαβητάριο • | αλφαβητάρια • |
genitive | αλφαβηταρίου •, αλφαβητάριου • | αλφαβηταρίων • |
accusative | αλφαβητάριο • | αλφαβητάρια • |
vocative | αλφαβητάριο • | αλφαβητάρια • |