αλωνίστρια
Greek edit
Noun edit
αλωνίστρια • (alonístria) f (plural αλωνίστριες, masculine αλωνιστής)
Declension edit
declension of αλωνίστρια
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αλωνίστρια • | αλωνίστριες • |
genitive | αλωνίστριας • | αλωνιστριών • |
accusative | αλωνίστρια • | αλωνίστριες • |
vocative | αλωνίστρια • | αλωνίστριες • |
Related terms edit
- see: αλωνίζω (alonízo, “to thresh”)