αμακαδόρος
Greek
editNoun
editαμακαδόρος • (amakadóros) m (plural αμακαδόροι)
Declension
editDeclension of αμακαδόρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αμακαδόρος • | αμακαδόροι • |
genitive | αμακαδόρου • | αμακαδόρων • |
accusative | αμακαδόρο • | αμακαδόρους • |
vocative | αμακαδόρε • | αμακαδόροι • |
Synonyms
edit- see: τρακαδόρος m (trakadóros)