αμερικανικός κοκκινολαίμης
Greek
editNoun
editαμερικανικός κοκκινολαίμης • (amerikanikós kokkinolaímis) n (plural αμερικανικοί κοκκινολαίμηδες)
Declension
edit- see: αμερικανικός (amerikanikós) and κοκκινολαίμης (kokkinolaímis)
Related terms
edit- κοκκινολαίμης m (kokkinolaímis, “robin”)