αμεταμόρφωτος
Greek edit
Adjective edit
αμεταμόρφωτος • (ametamórfotos) m (feminine αμεταμόρφωτη, neuter αμεταμόρφωτο)
Declension edit
Declension of αμεταμόρφωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμεταμόρφωτος • | αμεταμόρφωτη • | αμεταμόρφωτο • | αμεταμόρφωτοι • | αμεταμόρφωτες • | αμεταμόρφωτα • |
genitive | αμεταμόρφωτου • | αμεταμόρφωτης • | αμεταμόρφωτου • | αμεταμόρφωτων • | αμεταμόρφωτων • | αμεταμόρφωτων • |
accusative | αμεταμόρφωτο • | αμεταμόρφωτη • | αμεταμόρφωτο • | αμεταμόρφωτους • | αμεταμόρφωτες • | αμεταμόρφωτα • |
vocative | αμεταμόρφωτε • | αμεταμόρφωτη • | αμεταμόρφωτο • | αμεταμόρφωτοι • | αμεταμόρφωτες • | αμεταμόρφωτα • |
Synonyms edit
- see: αμετάβλητος (ametávlitos)
Related terms edit
- see: μορφή f (morfí, “form, shape”)