ανέγνοιαστος
Greek edit
Adjective edit
ανέγνοιαστος • (anégnoiastos) m (feminine ανέγνοιαστη, neuter ανέγνοιαστο)
Declension edit
Declension of ανέγνοιαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανέγνοιαστος • | ανέγνοιαστη • | ανέγνοιαστο • | ανέγνοιαστοι • | ανέγνοιαστες • | ανέγνοιαστα • |
genitive | ανέγνοιαστου • | ανέγνοιαστης • | ανέγνοιαστου • | ανέγνοιαστων • | ανέγνοιαστων • | ανέγνοιαστων • |
accusative | ανέγνοιαστο • | ανέγνοιαστη • | ανέγνοιαστο • | ανέγνοιαστους • | ανέγνοιαστες • | ανέγνοιαστα • |
vocative | ανέγνοιαστε • | ανέγνοιαστη • | ανέγνοιαστο • | ανέγνοιαστοι • | ανέγνοιαστες • | ανέγνοιαστα • |
Synonyms edit
- see: ξένοιαστος (xénoiastos)