ανίσκιωτος
Greek
editAdjective
editανίσκιωτος • (anískiotos) m (feminine ανίσκιωτη, neuter ανίσκιωτο)
Declension
editDeclension of ανίσκιωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανίσκιωτος • | ανίσκιωτη • | ανίσκιωτο • | ανίσκιωτοι • | ανίσκιωτες • | ανίσκιωτα • |
genitive | ανίσκιωτου • | ανίσκιωτης • | ανίσκιωτου • | ανίσκιωτων • | ανίσκιωτων • | ανίσκιωτων • |
accusative | ανίσκιωτο • | ανίσκιωτη • | ανίσκιωτο • | ανίσκιωτους • | ανίσκιωτες • | ανίσκιωτα • |
vocative | ανίσκιωτε • | ανίσκιωτη • | ανίσκιωτο • | ανίσκιωτοι • | ανίσκιωτες • | ανίσκιωτα • |
Related terms
edit- ίσκιος m (ískios, “shade, shadow”)