αναμπουμπούλα
Greek
editNoun
editαναμπουμπούλα • (anampoumpoúla) f (plural αναμπουμπούλες)
Declension
editDeclension of αναμπουμπούλα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναμπουμπούλα • | αναμπουμπούλες • |
genitive | αναμπουμπούλας • | — |
accusative | αναμπουμπούλα • | αναμπουμπούλες • |
vocative | αναμπουμπούλα • | αναμπουμπούλες • |