αναντικατάστατος
Greek edit
Adjective edit
αναντικατάστατος • (anantikatástatos) m (feminine αναντικατάστατη, neuter αναντικατάστατο)
- irreplaceable
- Antonym: αντικαταστατός (antikatastatós)
- Κανείς δεν είναι αναντικατάστατος.
- Kaneís den eínai anantikatástatos.
- Nobody is irreplaceable.
- unreplaced
Declension edit
Declension of αναντικατάστατος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναντικατάστατος • | αναντικατάστατη • | αναντικατάστατο • | αναντικατάστατοι • | αναντικατάστατες • | αναντικατάστατα • |
genitive | αναντικατάστατου • | αναντικατάστατης • | αναντικατάστατου • | αναντικατάστατων • | αναντικατάστατων • | αναντικατάστατων • |
accusative | αναντικατάστατο • | αναντικατάστατη • | αναντικατάστατο • | αναντικατάστατους • | αναντικατάστατες • | αναντικατάστατα • |
vocative | αναντικατάστατε • | αναντικατάστατη • | αναντικατάστατο • | αναντικατάστατοι • | αναντικατάστατες • | αναντικατάστατα • |
Related terms edit
- see: αντικατάσταση (antikatástasi, “substitution, replacement”)