αναπόδειχτος
Greek
editAdjective
editαναπόδειχτος • (anapódeichtos) m (feminine αναπόδειχτη, neuter αναπόδειχτο)
- Alternative form of αναπόδεικτος (anapódeiktos)
Declension
editDeclension of αναπόδειχτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναπόδειχτος • | αναπόδειχτη • | αναπόδειχτο • | αναπόδειχτοι • | αναπόδειχτες • | αναπόδειχτα • |
genitive | αναπόδειχτου • | αναπόδειχτης • | αναπόδειχτου • | αναπόδειχτων • | αναπόδειχτων • | αναπόδειχτων • |
accusative | αναπόδειχτο • | αναπόδειχτη • | αναπόδειχτο • | αναπόδειχτους • | αναπόδειχτες • | αναπόδειχτα • |
vocative | αναπόδειχτε • | αναπόδειχτη • | αναπόδειχτο • | αναπόδειχτοι • | αναπόδειχτες • | αναπόδειχτα • |