ανασηκωμένος
Greek
editAdjective
editανασηκωμένος • (anasikoménos) m (feminine ανασηκωμένη, neuter ανασηκωμένο)
Declension
editDeclension of ανασηκωμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανασηκωμένος • | ανασηκωμένη • | ανασηκωμένο • | ανασηκωμένοι • | ανασηκωμένες • | ανασηκωμένα • |
genitive | ανασηκωμένου • | ανασηκωμένης • | ανασηκωμένου • | ανασηκωμένων • | ανασηκωμένων • | ανασηκωμένων • |
accusative | ανασηκωμένο • | ανασηκωμένη • | ανασηκωμένο • | ανασηκωμένους • | ανασηκωμένες • | ανασηκωμένα • |
vocative | ανασηκωμένε • | ανασηκωμένη • | ανασηκωμένο • | ανασηκωμένοι • | ανασηκωμένες • | ανασηκωμένα • |
Related terms
edit- see: ανασηκώνω (anasikóno, “to raise, to roll up”)