ανασκευάσιμος
Greek edit
Adjective edit
ανασκευάσιμος • (anaskevásimos) m (feminine ανασκευάσιμη, neuter ανασκευάσιμο)
Declension edit
Declension of ανασκευάσιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανασκευάσιμος • | ανασκευάσιμη • | ανασκευάσιμο • | ανασκευάσιμοι • | ανασκευάσιμες • | ανασκευάσιμα • |
genitive | ανασκευάσιμου • | ανασκευάσιμης • | ανασκευάσιμου • | ανασκευάσιμων • | ανασκευάσιμων • | ανασκευάσιμων • |
accusative | ανασκευάσιμο • | ανασκευάσιμη • | ανασκευάσιμο • | ανασκευάσιμους • | ανασκευάσιμες • | ανασκευάσιμα • |
vocative | ανασκευάσιμε • | ανασκευάσιμη • | ανασκευάσιμο • | ανασκευάσιμοι • | ανασκευάσιμες • | ανασκευάσιμα • |
Related terms edit
- see: ανασκευάζω (anaskevázo, “to refute, to rebut”)