ανεξοικείωτος
Greek edit
Adjective edit
ανεξοικείωτος • (anexoikeíotos) m (feminine ανεξοικείωτη, neuter ανεξοικείωτο)
Declension edit
Declension of ανεξοικείωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεξοικείωτος • | ανεξοικείωτη • | ανεξοικείωτο • | ανεξοικείωτοι • | ανεξοικείωτες • | ανεξοικείωτα • |
genitive | ανεξοικείωτου • | ανεξοικείωτης • | ανεξοικείωτου • | ανεξοικείωτων • | ανεξοικείωτων • | ανεξοικείωτων • |
accusative | ανεξοικείωτο • | ανεξοικείωτη • | ανεξοικείωτο • | ανεξοικείωτους • | ανεξοικείωτες • | ανεξοικείωτα • |
vocative | ανεξοικείωτε • | ανεξοικείωτη • | ανεξοικείωτο • | ανεξοικείωτοι • | ανεξοικείωτες • | ανεξοικείωτα • |