ανεξουσιοδότητος
Greek edit
Adjective edit
ανεξουσιοδότητος • (anexousiodótitos) m (feminine ανεξουσιοδότητη, neuter ανεξουσιοδότητο)
- unauthorised, not authorised (UK); unauthorized, not authorized (US)
- Antonym: εξουσιοδοτημένος (exousiodotiménos)
- empowered
Declension edit
Declension of ανεξουσιοδότητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεξουσιοδότητος • | ανεξουσιοδότητη • | ανεξουσιοδότητο • | ανεξουσιοδότητοι • | ανεξουσιοδότητες • | ανεξουσιοδότητα • |
genitive | ανεξουσιοδότητου • | ανεξουσιοδότητης • | ανεξουσιοδότητου • | ανεξουσιοδότητων • | ανεξουσιοδότητων • | ανεξουσιοδότητων • |
accusative | ανεξουσιοδότητο • | ανεξουσιοδότητη • | ανεξουσιοδότητο • | ανεξουσιοδότητους • | ανεξουσιοδότητες • | ανεξουσιοδότητα • |
vocative | ανεξουσιοδότητε • | ανεξουσιοδότητη • | ανεξουσιοδότητο • | ανεξουσιοδότητοι • | ανεξουσιοδότητες • | ανεξουσιοδότητα • |
Related terms edit
- εξουσιοδοτώ (exousiodotó, “to authorise”)