αντίκλητος
Greek
editNoun
editαντίκλητος • (antíklitos) m
Declension
editDeclension of αντίκλητος
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αντίκλητος • | αντίκλητοι • | |
genitive | αντίκλητου •, αντικλήτου • | αντίκλητων •, αντικλήτων • | |
accusative | αντίκλητο • | αντίκλητους •, αντικλήτους • | |
vocative | αντίκλητε • | αντίκλητοι • | |
Second forms are formal. |