αντασφαλιστικός
Greek
editAdjective
editαντασφαλιστικός • (antasfalistikós) m (feminine αντασφαλιστική, neuter αντασφαλιστικό)
- (insurance) relating to reinsurance
Declension
editDeclension of αντασφαλιστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντασφαλιστικός • | αντασφαλιστική • | αντασφαλιστικό • | αντασφαλιστικοί • | αντασφαλιστικές • | αντασφαλιστικά • |
genitive | αντασφαλιστικού • | αντασφαλιστικής • | αντασφαλιστικού • | αντασφαλιστικών • | αντασφαλιστικών • | αντασφαλιστικών • |
accusative | αντασφαλιστικό • | αντασφαλιστική • | αντασφαλιστικό • | αντασφαλιστικούς • | αντασφαλιστικές • | αντασφαλιστικά • |
vocative | αντασφαλιστικέ • | αντασφαλιστική • | αντασφαλιστικό • | αντασφαλιστικοί • | αντασφαλιστικές • | αντασφαλιστικά • |
Related terms
edit- see: αντασφάλεια f (antasfáleia, “reinsurance”)