αντιασθματικός
Greek edit
Etymology edit
αντι- (anti-) + άσθμα (ásthma, “asthma”)
Adjective edit
αντιασθματικός • (antiasthmatikós) m (feminine αντιασθματική, neuter αντιασθματικό)
Declension edit
Declension of αντιασθματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιασθματικός • | αντιασθματική • | αντιασθματικό • | αντιασθματικοί • | αντιασθματικές • | αντιασθματικά • |
genitive | αντιασθματικού • | αντιασθματικής • | αντιασθματικού • | αντιασθματικών • | αντιασθματικών • | αντιασθματικών • |
accusative | αντιασθματικό • | αντιασθματική • | αντιασθματικό • | αντιασθματικούς • | αντιασθματικές • | αντιασθματικά • |
vocative | αντιασθματικέ • | αντιασθματική • | αντιασθματικό • | αντιασθματικοί • | αντιασθματικές • | αντιασθματικά • |
Related terms edit
- άσθμα n pl (ásthma, “asthma”)