αντιδεοντολογικός
Greek edit
Adjective edit
αντιδεοντολογικός • (antideontologikós) m (feminine αντιδεοντολογική, neuter αντιδεοντολογικό)
- (philosophy, ethics) non-deontological, nonethical
- Antonym: δεοντολογικός (deontologikós)
Declension edit
Declension of αντιδεοντολογικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιδεοντολογικός • | αντιδεοντολογική • | αντιδεοντολογικό • | αντιδεοντολογικοί • | αντιδεοντολογικές • | αντιδεοντολογικά • |
genitive | αντιδεοντολογικού • | αντιδεοντολογικής • | αντιδεοντολογικού • | αντιδεοντολογικών • | αντιδεοντολογικών • | αντιδεοντολογικών • |
accusative | αντιδεοντολογικό • | αντιδεοντολογική • | αντιδεοντολογικό • | αντιδεοντολογικούς • | αντιδεοντολογικές • | αντιδεοντολογικά • |
vocative | αντιδεοντολογικέ • | αντιδεοντολογική • | αντιδεοντολογικό • | αντιδεοντολογικοί • | αντιδεοντολογικές • | αντιδεοντολογικά • |
Coordinate terms edit
- see: ηθική f (ithikí, “ethics”)
Related terms edit
- see: δεοντολογικός (deontologikós, “deontological”, adjective)