αντιθαμπωτικός
Greek
editAdjective
editαντιθαμπωτικός • (antithampotikós) m (feminine αντιθαμπωτική, neuter αντιθαμπωτικό)
- antidazzle (glasses, car mirrors, etc)
Declension
editDeclension of αντιθαμπωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιθαμπωτικός • | αντιθαμπωτική • | αντιθαμπωτικό • | αντιθαμπωτικοί • | αντιθαμπωτικές • | αντιθαμπωτικά • |
genitive | αντιθαμπωτικού • | αντιθαμπωτικής • | αντιθαμπωτικού • | αντιθαμπωτικών • | αντιθαμπωτικών • | αντιθαμπωτικών • |
accusative | αντιθαμπωτικό • | αντιθαμπωτική • | αντιθαμπωτικό • | αντιθαμπωτικούς • | αντιθαμπωτικές • | αντιθαμπωτικά • |
vocative | αντιθαμπωτικέ • | αντιθαμπωτική • | αντιθαμπωτικό • | αντιθαμπωτικοί • | αντιθαμπωτικές • | αντιθαμπωτικά • |
Related terms
edit- θαμπώνω (thampóno, “to dazzle”)