αντικατασκοπία
Greek
editNoun
editαντικατασκοπία • (antikataskopía) f (plural αντικατασκοπίες)
- Alternative form of αντικατασκοπεία (antikataskopeía)
Declension
editDeclension of αντικατασκοπία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντικατασκοπία • | αντικατασκοπίες • |
genitive | αντικατασκοπίας • | αντικατασκοπιών • |
accusative | αντικατασκοπία • | αντικατασκοπίες • |
vocative | αντικατασκοπία • | αντικατασκοπίες • |