αντικομφορμιστικός
Greek edit
Adjective edit
αντικομφορμιστικός • (antikomformistikós) m (feminine αντικομφορμιστική, neuter αντικομφορμιστικό)
Declension edit
Declension of αντικομφορμιστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικομφορμιστικός • | αντικομφορμιστική • | αντικομφορμιστικό • | αντικομφορμιστικοί • | αντικομφορμιστικές • | αντικομφορμιστικά • |
genitive | αντικομφορμιστικού • | αντικομφορμιστικής • | αντικομφορμιστικού • | αντικομφορμιστικών • | αντικομφορμιστικών • | αντικομφορμιστικών • |
accusative | αντικομφορμιστικό • | αντικομφορμιστική • | αντικομφορμιστικό • | αντικομφορμιστικούς • | αντικομφορμιστικές • | αντικομφορμιστικά • |
vocative | αντικομφορμιστικέ • | αντικομφορμιστική • | αντικομφορμιστικό • | αντικομφορμιστικοί • | αντικομφορμιστικές • | αντικομφορμιστικά • |
Related terms edit
- see: αντικομφορμισμός m (antikomformismós, “nonconformism”)