αντικραδασμικός
Greek
editAdjective
editαντικραδασμικός • (antikradasmikós) m (feminine αντικραδασμική, neuter αντικραδασμικό)
- antivibratory, shockproof
- Synonym: (shockproof) αντιδονητικός (antidonitikós)
Declension
editDeclension of αντικραδασμικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικραδασμικός • | αντικραδασμική • | αντικραδασμικό • | αντικραδασμικοί • | αντικραδασμικές • | αντικραδασμικά • |
genitive | αντικραδασμικού • | αντικραδασμικής • | αντικραδασμικού • | αντικραδασμικών • | αντικραδασμικών • | αντικραδασμικών • |
accusative | αντικραδασμικό • | αντικραδασμική • | αντικραδασμικό • | αντικραδασμικούς • | αντικραδασμικές • | αντικραδασμικά • |
vocative | αντικραδασμικέ • | αντικραδασμική • | αντικραδασμικό • | αντικραδασμικοί • | αντικραδασμικές • | αντικραδασμικά • |
Related terms
edit- see: κραδασμός m (kradasmós, “vibration”)