αντικρουόμενος
Greek
editAdjective
editαντικρουόμενος • (antikrouómenos) m (feminine αντικρουόμενη, neuter αντικρουόμενο)
Declension
editDeclension of αντικρουόμενος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικρουόμενος • | αντικρουόμενη • | αντικρουόμενο • | αντικρουόμενοι • | αντικρουόμενες • | αντικρουόμενα • |
genitive | αντικρουόμενου • | αντικρουόμενης • | αντικρουόμενου • | αντικρουόμενων • | αντικρουόμενων • | αντικρουόμενων • |
accusative | αντικρουόμενο • | αντικρουόμενη • | αντικρουόμενο • | αντικρουόμενους • | αντικρουόμενες • | αντικρουόμενα • |
vocative | αντικρουόμενε • | αντικρουόμενη • | αντικρουόμενο • | αντικρουόμενοι • | αντικρουόμενες • | αντικρουόμενα • |
Related terms
edit- see: αντικρούω (antikroúo, “to contest, to rebut”)