αντιμεθυστικός
Greek
editAdjective
editαντιμεθυστικός • (antimethystikós) m (feminine αντιμεθυστική, neuter αντιμεθυστικό)
- against drunkenness
- Antonym: μεθυστικός (methystikós)
Declension
editDeclension of αντιμεθυστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιμεθυστικός • | αντιμεθυστική • | αντιμεθυστικό • | αντιμεθυστικοί • | αντιμεθυστικές • | αντιμεθυστικά • |
genitive | αντιμεθυστικού • | αντιμεθυστικής • | αντιμεθυστικού • | αντιμεθυστικών • | αντιμεθυστικών • | αντιμεθυστικών • |
accusative | αντιμεθυστικό • | αντιμεθυστική • | αντιμεθυστικό • | αντιμεθυστικούς • | αντιμεθυστικές • | αντιμεθυστικά • |
vocative | αντιμεθυστικέ • | αντιμεθυστική • | αντιμεθυστικό • | αντιμεθυστικοί • | αντιμεθυστικές • | αντιμεθυστικά • |
Related terms
edit- see: μεθώ (methó, “to get drunk”)