αντιφατικότητα
Greek
editNoun
editαντιφατικότητα • (antifatikótita) f (plural αντιφατικότητες)
Declension
editDeclension of αντιφατικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιφατικότητα • | αντιφατικότητες • |
genitive | αντιφατικότητας • | αντιφατικοτήτων • |
accusative | αντιφατικότητα • | αντιφατικότητες • |
vocative | αντιφατικότητα • | αντιφατικότητες • |
Related terms
edit- see: αντιφάσκω (antifásko, “to contradict”)