αξένοιαστος
Greek edit
Adjective edit
αξένοιαστος • (axénoiastos) m (feminine αξένοιαστη, neuter αξένοιαστο)
Declension edit
Declension of αξένοιαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξένοιαστος • | αξένοιαστη • | αξένοιαστο • | αξένοιαστοι • | αξένοιαστες • | αξένοιαστα • |
genitive | αξένοιαστου • | αξένοιαστης • | αξένοιαστου • | αξένοιαστων • | αξένοιαστων • | αξένοιαστων • |
accusative | αξένοιαστο • | αξένοιαστη • | αξένοιαστο • | αξένοιαστους • | αξένοιαστες • | αξένοιαστα • |
vocative | αξένοιαστε • | αξένοιαστη • | αξένοιαστο • | αξένοιαστοι • | αξένοιαστες • | αξένοιαστα • |
Synonyms edit
- see: ξένοιαστος (xénoiastos)