αξεκόλλητος
Greek edit
Adjective edit
αξεκόλλητος • (axekóllitos) m (feminine αξεκόλλητη, neuter αξεκόλλητο)
Declension edit
Declension of αξεκόλλητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξεκόλλητος • | αξεκόλλητη • | αξεκόλλητο • | αξεκόλλητοι • | αξεκόλλητες • | αξεκόλλητα • |
genitive | αξεκόλλητου • | αξεκόλλητης • | αξεκόλλητου • | αξεκόλλητων • | αξεκόλλητων • | αξεκόλλητων • |
accusative | αξεκόλλητο • | αξεκόλλητη • | αξεκόλλητο • | αξεκόλλητους • | αξεκόλλητες • | αξεκόλλητα • |
vocative | αξεκόλλητε • | αξεκόλλητη • | αξεκόλλητο • | αξεκόλλητοι • | αξεκόλλητες • | αξεκόλλητα • |
Related terms edit
- αξεκόλλητα (axekóllita, adverb)