αξιομίσητος
Greek edit
Adjective edit
αξιομίσητος • (axiomísitos) m (feminine αξιομίσητη, neuter αξιομίσητο)
Declension edit
Declension of αξιομίσητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιομίσητος • | αξιομίσητη • | αξιομίσητο • | αξιομίσητοι • | αξιομίσητες • | αξιομίσητα • |
genitive | αξιομίσητου • | αξιομίσητης • | αξιομίσητου • | αξιομίσητων • | αξιομίσητων • | αξιομίσητων • |
accusative | αξιομίσητο • | αξιομίσητη • | αξιομίσητο • | αξιομίσητους • | αξιομίσητες • | αξιομίσητα • |
vocative | αξιομίσητε • | αξιομίσητη • | αξιομίσητο • | αξιομίσητοι • | αξιομίσητες • | αξιομίσητα • |